- ἄρκεσε
- ἄ̱ρκεσε , ἀρκέωward offaor ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀρκέωward offaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αρκέσιον — Ιερό σπήλαιο στην Κρήτη, στο όρος Ίδη, το μετέπειτα Ιδαίον άντρο, όπου οι αρχαίοι λάτρευαν τον Δία, που γεννήθηκε εκεί από τη Ρέα ή κρύφτηκε από αυτήν όταν ήταν μωρό. Οι Κουρήτες, που έσωσαν τον Δία νήπιο, κρύφτηκαν στο σπήλαιο για να σωθούν από… … Dictionary of Greek